- εἰναλίφοιτος
- εἰνᾰλίφοιτος [ῐ], ον,A roaming the sea, of nets, AP6.16 (Arch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειναλίφοιτος — εἰναλίφοιτος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται συχνά μέσα στη θάλασσα («εἰναλίφοιτα λίνα») … Dictionary of Greek
εἰναλίφοιτα — εἰναλίφοιτος roaming the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)